- βομβάρδα
- Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την οβίδα, καθώς και από ένα οπίσθιο μέρος, ονομαζόμενο πυροβόλο, με μεγαλύτερο μήκος και μικρότερη διάμετρο, όπου υπήρχε η γόμωση για τη βολή. Η χρήση της β. εγκαταλείφθηκε σιγά-σιγά κατά το β’ μισό του 16ου αι., καθώς τελειοποιήθηκε το πυροβολικό, και ο τύπος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε πια έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο β. εννοούσαν έναν τύπο εμπροσθογεμούς πυροβόλου οικονομικής κατασκευής και απλής λειτουργίας. Το πυροβόλο αυτό είχε λείο κοίλο κάνης, το διαμέτρημά του άλλαζε ανάλογα με τους τύπους των οβίδων και εκτόξευε με πολύ καμπύλη τροχιά και σε μικρή απόσταση μια βόμβα, η οποία με τη σημαντική εκρηκτική γόμωσή της μπορούσε να καταστρέψει θέσεις ελαφρών όπλων, να βλάψει χαρακώματα και να ανοίξει μεγάλες τρύπες στα συρματοπλέγματα. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι αποστολές της β. δόθηκαν στο βομβοβόλο, όπλο όμοιο με το προηγούμενο.
Σχηματική απεικόνιση βομβάρδας του 15ου αι. σε ξύλινο κιλλίβαντα και του 16ου αι. σε κιλλίβαντα με τροχούς.
Αυστροουγγρική βομβάρδα μεγάλου διαμετρήματος του Α' Παγκοσμίου πολέμου.
Βομβαρδισμός γερμανικών στόχων από αμερικανικά αεροπλάνα στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Βομβαρδισμός με κάθετη εφόρμηση από γερμανικό αεροπλάνο, στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
* * *και μπομπάρδα, η1. πολεμική μηχανή που ρίχνει βλήματα από πέτρα2. παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο, εφοδιασμένο με βομβοβόλα3. ιστιοφόρο με μεγάλο κεντρικό ιστό και τετράγωνα πανιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombardaγια τον τ. βομβάρδα (αντί μπομπάρδα και ορθότερο μπομπάρντα) βλ. λ. βόμβα)].
Dictionary of Greek. 2013.